Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἄνθρακες ὁ θ

См. также в других словарях:

  • ἅνθρακες — ἄνθρακες , ἄνθρα masc nom/voc pl ἄνθρακες , ἄνθραξ charcoal masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνθρακες, ορυκτοί — Χημικός όρος, γενικής σημασίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι πλούσιες σε άνθρακα ύλες, οι οποίες σχηματίζονται είτε με φυσική μετατροπή των φυτικών λειψάνων (o.ά.) είτε με τεχνητή, με την επίδραση θερμικής ενέργειας σε διάφορες οργανικές ύλες… …   Dictionary of Greek

  • ἄνθρακες — ἄνθρα masc nom/voc pl ἄνθραξ charcoal masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθάνθρακες — Τύπος απολιθωμένων ανθράκων, που περιέχουν 75 93% άνθρακα. Διακρίνονται σε διάφορες ποιότητες, ανάλογα με την ποσότητα των πτητικών ουσιών που παράγονται κατά την ξηρά απόσταξη τους: ισχνοί λ., με αδύνατη φλόγα και τη μικρότερη περιεκτικότητα σε… …   Dictionary of Greek

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

  • ανθρακοβριθής — ( ούς), ές αυτός που έχει πολλούς άνθρακες, που είναι γεμάτος άνθρακες. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτ. λόγια σύνθετη λ. < άνθος + βριθής < βρίθω (πρβλ. ανεμοβριθής, ανθοβριθής)] …   Dictionary of Greek

  • λιάσιο — Γεωλογική υποπερίοδος της ιουρασικής περιόδου του μεσοζωικού αιώνα, η οποία ονομάζεται επίσης και κατώτερο ιουρασικό. Το λ. αντιπροσωπεύεται λιθολογικά από ασβεστόλιθους, από μαργαϊκούς ασβεστόλιθους και από μάργες, ενώ χαρακτηρίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • στιπτός — ή, ό / στιπτός, ή, όν, ΝΑ, και στυφτός και στιφτός, ή, ο, Ν, και στειπτός, ή, όν, Α νεοελλ. στιμμένος αρχ. 1. στερεά πατημένος, πεπιεσμένος («στιπτὴ φυλλὰς», Σοφ.) 2. φρ. α) «στιπτοὶ γέροντες» μτφ. τραχείς, σκληραγωγημένοι γέροντες (Αριστοφ.) β)… …   Dictionary of Greek

  • Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • PARNASSUS — I. PARNASSUS mons Phocidis, ubi plurima et laudatissima Laurus, hodie Liacura, Sophian. Apollini et Musis facer, 2. vertices habens, quorum unum Tithorea vocari, alterum Hyampeum, anthor est Herodotus. Cithaeron autem et Helicon, quos Servius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανθράκευση — η 1. η κατασκευή ξυλανθράκων 2. (για πλοία, ατμομηχανές) προμήθεια, εφοδιασμός με άνθρακες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθρακεύω. Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τού Βασιλείου της Ελλάδος (αρχή έκδ. 1833), κατα το ύδρευση] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»